- ἀγκυλομαχία
- ἀγκυλο-μαχία, ἡ,A contest with javelin, IPE12.435 ([place name] Chersonesus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγκυλομαχία — ἀγκυλομαχία, ἡ (Α) μάχη με ακόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγκυλομάχος < ἀγκύλη + μάχομαι] … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek